- τίτας
- ὁ, Α [τίνω](δωρ. τ.)1. τιμωρός, εκδικητής («τίτας φόνος», Αισχύλ.)2. (στην Γορτυνία) άρχων που ασκούσε δικαστική εξουσία στους υπόλοιπους άρχοντες5. (κατά τον Ησύχ.) «τίταιεὔποροι ἤ κατήγοροι τῶν ἀρχόντων».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τίτας — τίτᾱς , τίτας avenging masc acc pl τίτᾱς , τίτας avenging masc nom sg (epic doric aeolic) τίτᾱς , τίτης masc acc pl τίτᾱς , τίτης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τίται — τίτας avenging masc nom/voc pl τίτᾱͅ , τίτας avenging masc dat sg (doric aeolic) τίτης masc nom/voc pl τίτᾱͅ , τίτης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιτᾶν — τίτας avenging masc gen pl (doric aeolic) τίτης masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τίτου — τίτας avenging masc gen sg τίτης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τίταν — τίτᾱν , τίτας avenging masc acc sg (epic doric aeolic) τίτας avenging masc acc sg τίτᾱν , τίτης masc acc sg (epic doric aeolic) τίτης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιτεύω — Α [τίτας] (μόνον στον κρητ. τ. τιτουFέσθω) επιβάλλω πρόστιμο ενός στατήρα … Dictionary of Greek